Essay

Το Τέξας, τα κλαρίνα, ο Κουβέλης και …το κόψιμο!

By June 21, 2013 February 16th, 2018 No Comments

Του Δημήτρη Ρομποτή*

Καταμεσίς του απέραντου τεξανού κάμπου, κάτω από το γεμάτο γλοιώδη υγρασία λιοπύρι, κατευθύνομαι οδικώς τε και ωδικώς από το βαλτώδες, αλλά σφύζον αναπτύξεως Χιούστον, στο πιο «παραδιοσιακό» αλλά επίσης υπερανάπτυκτο Σαν Αντόνιο. Στο κλιματιζόμενο υπερμεγέθες «SUV» ελάχιστα καταλαβαίνεις ότι έξω σκάει ο τζίτζικας, έτσι αγνοείς ευκολότερα τον κάματο και την ταλαιπωρία των Μεξικανών εργατών που διορθώνουν κάποια τμήματα του ατέλειωτου δρόμου. Το τοπίο δεν αλλάζει, μια χωρίς ορίζοντα πεδιάδα, με ελάχιστα δέντρα, πολλές αγελάδες, κανονικές και ανθρωπόμορφες, αλόγες τετράποδες και δίποδες, καρώ πουκάμισα, ψάθινα καπέλα και αμέτρητες πινακίδες που διαφημίζουν από ταχυφαγάδικα ως τον «Τζήζας» που υπόσχεται διαφόρων μορφών σωτηρία όχι όμως κι’από τη μουσική «κάντρυ» που παίζει με το κιλό εδώ και ώρες στο τζιπ, εντείνοντας το πρήξιμο από το γεμάτο «μπάρμπεκιου σως» σάντουιτς που καταβρόχθισα εντελώς απερίσκεπτα πριν από λίγο (και πού να κλάσης με τα τζάμια κλεισμένα).

Ολο το αμερικανικό παράλογο ξετυλίγεται μπροστά μας, αστείο μα και σοβαρό, ηλίθιο αλλά χαριτωμένο, τετράγωνο με πανέμορφες γυναικείες καμπύλες, χωριατατζίδικο αλλά καταναλωτικά υπερσύγχρονο, ως και η Ελλάς δηλαδή! Μορφολογική είναι η διαφοροποίηση, όσο και να μετράη, η ουσία δεν αλλάζει, η Ελλάς είναι ένα μικρό Τέξας, κατ’απομίμηση βέβαια, ενίοτε δε και πιο βλακώδους κοπής, κι’ας παριστάνουν «τα αδέλφια μας» του «εθνικού κέντρου» τους εξυπνότερους (χαζούς) του κόσμου.

Μην αντέχοντας άλλο την «κάντρυ» με τις αργόσυρτες φωνές που ξεντώνουν τα ήδη πολυβασανισμένα φωνήεντα, δίνοντάς τους τη χαριστική βολή με κάποιους ιδιότυπους λαρυγγισμούς που δεν ξέρεις αν είναι λυγμοί ή σκούξιμο δυσκοιλίου ανδρός κατά τη διάρκεια αφοδεύσεως, αποφασίζω να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου και να προτείνω στην ομήγυρη να ακούσουμε λίγο «Γκρικ κάντρυ», έτσι για αλλαγή. Δεν ξέρω αν σας το έχω πει, αλλά εγώ δεν ταξιδεύω πουθενά χωρίς τα κλαρίνα μου και μάλιστα ζωντανή ηχογράφηση κατά προτίμηση, για να ακούω τις επαναληπτικές της μικροφωνικής, τους αλλοπρόσαλους ήχους των υπολοίπων οργάνων που κάνουν το κλαρίνο να ξεχωρίζη ακόμη περισσότερο (σαν να τραγουδάη δηλαδή ένας μαύρος τζαζ με συνοδεία τη χορωδία κυριών της τάδε ενορίας), τις φωνές αυτών που χορεύουν, τα απότομα κοψίματα και αλλαγές τραγουδιών που δεν σ’αφήνουν να ξεχαστής ή να μην τους δίνης σημασία, επαναφέροντάς σε απότομα στην τάξη! Την τελευταία φορά που πήγα στην Ελλάδα, προ τριετίας, φρόντισα να αγοράσω καμμιά 20αριά τέτοια «σι ντιά» από κάτι μαύρους που τα πουλούσαν στην παραλία προς ένα Ευρώ το ένα! Οι γραφικοί Τσιγγάνοι μικροπωλητές, αν υπάρχουν ακόμη, ασχολούνται με πολύ πιο σοβαρά πράγματα όπως πλαστικές καρέκλες Ιταλίας για τα μπαλκόνια και τις αυλές.

Βάζω λοιπόν το «σι ντί» με ένα ποτ πουρί που αποτελεί την αφρόκρεμα της σύγχρονης ελλαδικής πανηγυριτζίδικης ή «κάντρυ» μουσικής! Σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε καλοκαιρινό πανηγύρι, η λαδόκολα με το ψητό και οι μπύρες έλειπαν για να είναι η ατμόσφαιρα πλήρης! Τί Βασιλόπουλος, τί Σαλέας, τί Χαλκιάς, τί Αρκαδόπουλος (πιο «ιντελέξουαλ»), Μαρματζάκος, Αριστόπουλος, Πλακιάς, Αχαλινωτόπουλος (αν και μου κάθεται λίγο βαρύς, ώρες ώρες), λάλησε ο τεξανός κάμπος, μέχρι που συγκινήθηκα (καθώς οι άλλοι είχαν απηυδύσει), άρχισαν να τρέχουν δάκρυα κάτω από τα γυαλιά μου και για να μη γίνω ρεζίλι τους είπα ότι είναι από τις αλλεργίες που με ταλαιπωρούν. Κάποια στιγμή, ο Σκαφίδας έκανε μια αριστοτεχνική ερμηνεία του «Φύγε να ησυχάσω» και έπιασα τον εαυτό μου να το σιγοτραγουδάη κοιτάζοντας με νόημα τη σύζυγο η οποία δεν μιλάει ελληνικά. Εκπληκτη, με ρώτησε τί λέει το τραγούδι, αλλά σιγά μην της πώ, σε άπταιστα αγγλικά της απήντησα «νάθινγκ χάνυ, ιτς αν ολντ τραντίσιοναλ λαβ σονγκ»!

Και ενώ λοιπόν είχα ξεχαστεί σ’αυτή την ονειρική ατμόσφαιρα, είχε ανεβεί το πατριωτικό μου θερμόμετρο μαζί με την πίεσή μου, η απόλυτη ευτυχία φάνταζε ρεαλιστική πιθανότητα κι’άρχισε στον νου μου να αχνοφέγγει η φωνή του Λούις Αρμστρονγκ με το «Γουάτ ε γουάντερφουλ γουόρλντ» – ενώ ο Αριστόπουλος απέδιδε δεξιοτεχνικώς «Τα κλάματα» – ήρθε στον νου μου …ο Κουβέλης και η αποχώρησή του από την τρικομματική που είχα διαβάσει πριν λίγο! Μου κόπηκαν τα ίπατα (δεν είμαι σίγουρος ότι γράφεται έτσι, αλλά αντιλαμβάνεστε τί θέλω να πω), άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώντας, με έπιασε δυσφορία, ένοιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται λες και του είχες βάλει μίξερ.

Ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή περνούσαμε ένα τεράστειο «κλαμπ» του γκόλφ το οποίο συνόρευε με τον δρόμο για αρκετά μίλια. Εδωσα εντολή να σταματήση το όχημα πάραυτα! Με σβελτάδα νεανία που πρόλαβε να με εκπλήξη, για πότε βούτηξα το κουτί με τα «Σόφτεξ», πότε πήδηξα χωρίς να πατήσω στο βοηθητικό σκαλί, πότε σάλτησα τον κουρεμένο φυτικό φράχτη που οδηγούσε στο γκαζόν, πότε βρήκα μια από τις τρύπες του γκολφ και επεδώθην εις λυτρωτικήν εξωστρέφειαν, όλα εις ριπήν οφθαλμού! «Καϊρ», έκρηξη χαράς! Ανακουφίστηκα που λέτε, ένοιωσα άλλος άνθρωπος! Μέχρι που άρχισα να αισθάνομαι ευγνώμων στον Κουβέλη κι’αν τον δη κανένας από εσάς, παρακαλώ μεταβιβάστε του τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου.

Ημουν τόσο χαρούμενος που δεν μπόρεσα καν να σκεφτώ την έκπληξη του «γκολφαντζή» όταν θα πάη να βγάλη την μπάλα από την τρύπα. Χώρια που μπορεί να νομίση ότι το έκανε κάποιος αντίπαλός του! Εύχομαι να είναι ο Μπους με τον Τσέινυ! Χιχιχιχιχί!

*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού ΝΕΟ με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Contact

NEOhellenika

Demetrios Rhompotis, Publishing Committee Chairman of NEO Magazine