Του Δημήτρη Ρομποτή*
Με αφορμή την εμφάνιση του ρωσσικής προελεύσεως Τρίο Μετόχιον – δύο τενόροι ένας βαρύτονος – στο πολιτιστικό του Καθεδρικού την περασμένη Τρίτη, έκανα χτες ένα σχόλιο αναφορικά με την πραγματική πενία που παρουσιάζει η εκκλησιαστική μουσική στην ομογένεια. Από τη μία έχεις κάποιους ψάλτες, άλλους καλύτερους, άλλους λιγότερο καλούς κι’άλλους που δεν αντέχονται με τίποτα κι’από την άλλη έχεις τις δυτικού τύπου χορωδίες που είναι άστα να πάνε, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι δεν γίνονται φιλότιμες προσπάθειες από εκείνους που τις πλαισιώνουν προς βελτίωση και ανάπτυξη. Ωστόσο, από τη στιγμή που εδώ δεν ευτυχήσαμε να έχουμε μουσικά αναστήματα του μεγέθους άλλων εθνοτήτων και χωρών, το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο. Δεν πρόκειται ούτε για σωστή, ολοκληρωμένη δυτικού τύπου μουσική, ούτε για βυζαντινή. Θυμίζει λίγο τα «δημοτικά» των σαλονιών στην Αθήνα του ’50 που εξαφανίστηκαν μαζί με τις ιδιαίτερες συνθήκες που τα δημιούργησαν, χωρίς ευτυχώς να αφήσουν πολλά ίχνη …
Οπως στην Ελλάδα, έτσι και στην οργανωμένη ομογένεια η διάταξη των προτεραιοτήτων αντανακλά τις ανάγκες του κόσμου που κι’αυτές με τη σειρά τους εκπορεύονται από την ατομική και συλλογική καλλιέργεια και το πώς οριοθετείται η αντίληψη περί ποιότητας ζωής. Η έμφαση λοιπόν δεν δίνεται στην ουσία των πραγμάτων, αλλά στο κέλυφος, στην επίφαση του τί είναι ουσιαστικό με κυρίαρχο κριτήριο αυτό που χτυπάει στο μάτι. Οταν οι Ισπανοί κατακτητές ήρθαν στην νέα γη και συνάντησαν κάποιους ιθαγενείς τους έπαιρναν το χρυσάφι και άλλα έργα τέχνης και τους έδιναν κάτι χαϊμαλιά και κουδουνάκια που ενώ δεν είχαν καμμία ιδιαίτερη αξία ήταν εντυπωσιακά στα μάτια των αδαών και αφελών περί της ευρωπαϊκής πανουργίας ανθρώπων (μεταφορικά και κατ’επέκταση, κάτι παρόμοιο συνέβη κατά την επαφή των Νεοελλήνων με τη Δύση προ και μετά της Επαναστάσεως του ’21). Πάλι μεταφορικά και κατ’επέκταση, το αυτό ισχύει και στον χώρο μας. Αντί δηλαδή να προσπαθούμε να έχουμε θεσμούς που να παράγουν ουσία, ποιότητα, τέχνη, η έμφαση δίνεται στα …ντουβάρια (όχι μόνο τα ανθρώπινα), στην οικοδόμηση δηλαδή όλο και μεγαλύτερων ναών, με χρυσοποίκιλτα στολίδια, ηλεκτρικά καντήλια, νεοπλουτίστικους πολυέλαιους, μάρμαρα, επίχρυσες πόρτες κοκ. (βέβαια υπάρχει και το στοιχείο της μίζας που δεν θα πρέπη να παραγνωρίζεται, αλλά από μόνο του δεν αρκεί για να αιτιολογήση το φαινόμενο. Είναι πρόβλημα κουλτούρας.)
Οπως συμβαίνει και στην Ελλάδα: φτιάχτηκε Μέγαρο Μουσικής (μεγαλύτερη επιτυχία είχε το άσμα της Ρίτας Σακελλαρίου που το λοιδωρεί μαζί με το δήθεν του ψευτοαστικού κομπογιανιτισμού που το είχε δει ως εναλλακτικό μπουζουκτσίδικο) και τώρα το Ιδρυμα Νιάρχου χτίζει μεγαλοπρεπείς όπερες και πολιτιστικά κέντρα (τα οποία, όπως και το Μέγαρο, αλλά και το Ωνάσειο νοσοκομείο, πασάρονται εν συνεχεία στο κράτος για να πληρώνη τα δυσβάσταχτα λειτουργικά τους έξοδα, αφού ποτέ δεν γίνονται σοβαρά σχέδια βιωσιμότητας πριν χτιστούν. Ιδια ιστορία με τα λεγόμενα ολυμπιακά έργα που τα τρώει η μαρμάγκα και ο κάθε λογής παραβατισμός) την ίδια στιγμή που η Ελλάδα δεν διαθέτει αναλόγου επιπέδου ορχήστρες και λυρική καλλιτεχνική υποδομή (υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά σε ατομικό επίπεδο και συνήθως εκτός Ελλάδος). Μ’άλλα λόγια φτιάχνουμε το δωμάτιο και τα ρούχα του μωρού, αλλά δεν έχουμε μωρό και δεν αναμένεται σύντομα εφόσον δεν υπάρχουν σύζυγοι, ούτε καν πελαργός!
Παρεσύρθην όμως και επιστρέφω πάραυτα στα εντός εκτός και επί τα αυτά που λέμε στη γλώσσα της …γεωλογίας. Δεν είναι τυχαίο που η χριστιανική εκκλησία όταν άρχισε να οργανώνεται στα θεμέλια του ελληνικού αλλά και άλλων πολιτισμών βασίστηκε σε διάφορες μορφές τέχνης τις οποίες και διαμόρφωσε για δική της χρήση δημιουργώντας εν συνεχεία και νέα είδη, όπως τη βυζαντινή μουσική. Γνώριζαν ότι το καινούργιο θα αναπτυχθή εντός υπάρχοντος πολιτιστικού πλαισίου (άσχετα αν πολλοί φανατικοί το πολέμησαν λυσσαλέα) και οι άνθρωποι είχαν υψηλές αισθητικές απαιτήσεις στις οποίες η εκκλησία έπρεπε να ανταποκριθή. Τα τελευταία 200 χρόνια αυτό έχει ατονήσει μαζί με το πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων όπου γης και δεν βοηθάει ότι το λεγόμενο εθνικό κέντρο δίνει ακόμα τα «φώτα» του στη διασπορά. Υπάρχει επίσης μια γενικότερη αποδομητική τάση στον δυτικό κόσμο που κι’αν είναι εν πολλοίς αιτιολογημένη δεν παύει μαζί με τα ξερά να καίη και τα χλωρά.
Για αυτό υπάρχουν οι θεσμοί όμως, για να βάζουν φρένο στον κατήφορο και να προβαίνουν σε διορθωτικές κινήσεις. Είναι ανάγκη η αρχιεπισκοπή να οργανώση τμήμα εκκλησιαστικής μουσικής με υψηλού επιπέδου στελέχωση, πλαισιωμένη από μη Ελληνες κυρίως (για να αποφευχθούν οι μικροπρεπείς ζηλοφθονίες που χαρακτηρίζουν τους «ιεροψάλτας»), οι οποίοι θα καθίσουν κάτω και θα προσπαθήσουν να ανασυντάξουν το υπάρχον υλικό με έμφαση όχι μόνο την ορθή απόδοση της υμνολογίας, όπως έχει γίνει σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά τη δημιουργική αναζήτηση και επαφή με άλλες, συγγενικές και μη, μουσικές κουλτούρες από τις οποίες θα προκύψουν οι νέες συνθέσεις και συνέργειες. Μόνο εάν η βυζαντινή μουσική ξαναέρθη σε επαφή με αντίστοιχες παραδόσεις θα γίνη «ρέλεβαντ» και θα μπορέση να συμμετάσχη ενεργότερα σε έναν καλλιτεχνικό διάλογο από τον οποίο θα πάρη και θα δώση.
Ο πλέον κατάλληλος να ηγηθή μια τέτοιας προσπάθειας είναι ο Μητροπολίτης Νέας Ιερσέης Ευάγγελος, ο Ελληνοαμερικανός Παβαρότι κι’όχι μόνο λόγω μεγέθους. Είναι προικισμένος με εξαιρετική φωνή ενώ έχει πολύ καλή εκφραστικότητα και εντυπωσιακή σκηνική παρουσία (ξέρει και καλό τάβλι). Είναι επίσης πεισματάρης και ισχυρογνώμων, στοιχεία απαραίτητα για την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας που θα προσκρούση στη νοοτροπία του «μή μου τους κύκλους τάρατε». Εάν έπαιρνε στα σοβαρά μια τέτοια ιδέα και την εφάρμοζε, θα μπορούσε να οδηγήση σε πραγματική πολιτιστική επανάσταση στον χώρο της ευρύτερης ομογένειας, αφού θα γινόταν καταλύτης για πολλές ακόμη εξελίξεις σε διάφορους τομείς.
Η Ελληνορθόδοξη μουσική, όπως και διάφορες άλλες τπυχές της εκκλησιαστικής έκφρασης, έχουν σταματήσει να εξελίσσονται μερικούς αιώνες πριν και η στασιμότητα αυτή που ισοδυναμεί με σταδιακό μαρασμό και αφανισμό ενεδύεται από διάφορους ημιάσχετους φανατικούς ή αυτούς που έχουν λόγο να διατηρήται η μετριότητα, με «θρησκευτική ευλάβεια». Υπ’αυτή την έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαφέρει πολύ από τους Αμις που έχουν μείνει κάπου στον 17ο αιώνα. Η διαφορά είναι ότι εκείνοι αν μη τί άλλο παράγουν μερικά υψηλής ποιότητας ζαρζαβατικά, χωρίς λιπάσματα και χημικά. Εμείς τί παράγουμε (κι’ας το παίζη ο Πατριάρχης αρχιοικολόγος);
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
ΥΓ:
1) Αυτή η Κοντσίτα μοιάζει με Αραβα …σεϊχη που τό’χει σκάσει απο’κεί κάτω λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού (ή λόγω προσανατολισμού γενικότερα)! Φανταστήτε νά’ρθη μια μέρα να αγοράση το …Ελληνικό! Εκτός πάλι κι’αν είναι από τους …παπαροκάδες!
2) Η πενία …καλλιτέχνας κατεργάζεται!