Του Δημήτρη Ρομποτή*
Η κυριότερη διαφορά στην πολιτική Τουρκίας και Ελλάδος αναφορικά με την Κύπρο είναι ότι η μεν πρώτη κάνει τα πάντα να την κρατήση, η δε δεύτερη κάνει τα πάντα να την ξεφορθωθή! Και το «δόγμα» (τρόπος του λέγειν) «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» αυτό ακριβώς εξυπηρετεί ευσχημόνως: την παραίτηση των Αθηνών από τον πονοκέφαλο που συνεπάγεται η οποιαδήποτε σοβαρή ενασχόληση με το θέμα! Χώρια που με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση η Ελλάς θεώρησε ότι επισήμως εξόρκισε τις ευθύνες της σχετικά με τα γεγονότα του ’74 που άνοιξαν την πόρτα στην τουρκική εισβολή και μπορεί πλέον η «Μεγαλόνησος» να τραβήξη τον δρόμο της (και να γίνη τσιμέντο) μόνη της!
Η Ελλάς, μια αποτυχημένη (failed) βαλκανική χώρα, έμπλεη επαρχιωτισμού και μετριότητας, βυθισμένη στο κυνήγι του άκρατου καταναλωτισμού και τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην απόγνωση που έχει προκαλέσει ο απότομος περιορισμός αυτής της δυνατότητας, βλέπει ό,τιδήποτε χαλάει τη ζαχαρένια της ως πρόβλημα κι’όχι ως πρόκληση. Με την ίδια λογική αντιμετωπίζει το Καστελόριζο και τη Στρογγύλη, όπως και τις βραχονησίδες: στο πνεύμα καλύτερα να χαθούν μερικές ξερόπετρες προκειμένου να ζήσουμε καλά και ειρηνικά!
Ελάτε όμως που τα πράγματα στις διεθνείς σχέσεις δεν λειτουργούν έτσι, ακόμη κι’αν οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχουμε τις αγνότερες των προθέσεων! Εκεί που νομίζουμε ότι ησυχάσαμε (μισή Κύπρος, Ιμια) έρχονται να μας πάρουν και τα σώβρακα (ΑΟΖ, Θράκη, υπόλοιπη Κύπρος και ποιός ξέρει τί άλλο). Δεν μπορείς να αντιμετωπίζης με διάθεση ξεφορτώματος εθνικό έδαφος, ακόμη κι’αν δεν έχη φανερή χρησιμότητα σε κάθε αδειοκέφαλο αφιονισμένο της Γιουροβίζιον ή δεν ανήκει στην ελλαδική κρατική οντότητα (σχήμα λόγου αυτό διότι έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται κατ’ουσίαν). Οταν δείχνης ότι παραιτείσαι από μέρος του «πατρίου εδάφους» ή ουσιαστικά χωρίζεις την κρατική σου επικράτεια σε ζώνες προτεραιότητας (τί συνιστά «κόκκινη γραμμή» – άλλο πολυφερεμένο κλισέ κι’αυτό – και τί είναι για πέταμα) τότε θα χάσης αυγά και καλάθια και θα είσαι μονίμως στριμωγμένος. Στη σαλονάτη ζούγκλα της διπλωματίας υπάρχει χώρος για δυνατούς κι’αδύνατους, όχι όμως για χαζοχαρούμενους …
Οταν έχης απέναντί σου τον Ερντογάν, έναν αρχιάρπαγα που μπροστά του ωχριούν Τσοχατζόπουλοι και άλλοι μεγάλοι αστέρες της ελλαδικής ρεμούλας, να μιλάη περί νομιμότητος κι’από τη μία να λέη ότι υπάρχουν δυο κράτη στην Κύπρο, συνεχίζοντας την πολιτική του κεμαλικού κατεστημένου, προσθέτοντας την ποιοτική διαφορά ότι το «τουρκοκυπριακό κράτος» δικαιούται από τον πλούτο της ΑΟΖ του ελεύθερου κράτους, το οποίο θεωρεί ότι δεν υφίσταται (!), δεν μπορείς να κάνης πως δεν βλέπεις ή δεν καταλαβαίνεις. Ούτε να παραμένης προσκολημένος στα αφελή και παιδαριώδη οράματα περί «εξημερώσεως του θηρίου» στα οποία και σοβαροί επίστευσαν αφήνοντας τη γείτονα να αφηνιάση εκ του ασφαλούς και χωρίς κανενός είδους κόστος.
Η κατάσταση είναι δύσκολη και λίαν απογοητευτική, όχι μόνο γιατί Ελλάδα και Κύπρος έχουν φαληρίσει οικονομικά και πολιτικά, αλλά γιατί δεν υπάρχει αυτό που παλαιότερα λέγαμε εθνικό φρόνημα, αγάπη προς την πατρίδα (δεν μιλάμε βέβαια για ψευτοεθνικιστικές κορώνες και φληναφήματα τύπου της ομορφότερης χώρας του κόσμου με τους εξυπνότερους κατοίκους). Οι «απέξω» ξέρουν πολύ καλά ότι με κάποια καλή αποζημίωση οι Ελληνες, σε Ελλάδα και Κύπρο, θα καταπιούν την όποια πίκρα ενός ακόμη εξευτελισμού. Και έχουν δίκιο, τους έχουμε δώσει το δικαίωμα. Η Κύπρος μετά το ’74 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα…
Το ερώτημα τώρα είναι τί μπορούμε να κάνουμε πέραν από το να τιμούμε σωρωδόν Εβραίους αξιωματούχους και οργανώσεις με την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσουν. Κανένας, όσο ισχυρός κι’αν είναι, δεν πρόκειται να βοηθήση κάποιον που δεν δύναται να βοηθήση τον εαυτό του. Μπορεί να προσφέρη λίγη διπλωματική ελεημοσύνη υπό τη μορφή κάποιων διακηρήξεων συμπαραστάσεως, εν συνεχεία όμως, και όταν οι συνθήκες είναι καλύτερες, θα κοιτάξη να τα βρή με τους άλλους ισχυρούς, περιφρονώντας τον αδύναμο επαίτη.
Η δε …ωμογένεια περί άλλα τυρβάζει, ασχολούμενη με την «άφιξή» (sic) της στο Σημείο Μηδέν και την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, ένα εγχείρημα που ανατρέπει πλήρως και τους αισθητικούς συμβολισμούς του συμπαθούς ναϊσκου που καταστράφηκε στις 11 Σεπτεμβρίου. Αντε δε να εξηγήσης ότι κάθε Σημείο Μηδέν έχει αξία ως αφετηρία κι’όχι ως «άφιξη». Αλλά όπως έλεγε και ένας Εβραίος δάσκαλός μου, «English is a major problem»…
Απαντήσεις εύκολες δεν υπάρχουν κι’ούτε θα επιχειρήσω εγώ να τις προσφέρω επειδή σέβομαι εαυτόν και αλλήλους. Περισσότερη σοβαρότητα θα ήταν ίσως μια καλή «άφιξη», αλλά άντε πάλι να εξηγήσης τη διαφορά με τη σοβαροφάνεια σ’αυτούς που την έχουν κάνει τρόπο ζωής και την υπαρασπίζονται ως κατάκτηση …Καλό Χειμώνα!
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.