Του Δημήτρη Ρομποτή*
Προ ημερών ο πρόεδρος της Παγκοσμίου Συντονιστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνος (ΠΣΕΚΑ), κ. Φίλιπ Κρίστοφερ, έγραψε άρθρο στην αμερικανική έκδοση της ηλεκτρονικής εφημερίδος «Huffington Post» στο οποίο εξέφραζε την αγανάκτησή του αναφορικά με τη διαφαινόμενη πρόθεση των ΗΠΑ «να ρίξουν» για μια ακόμη φορά την Κύπρο, σταθερή και συνεπή σύμμαχο, προκειμένου να προβή σε νέες, απαράδεκτες υποχωρήσεις για να αρχίσουν ξανά οι συνομιλίες για (δια)λύση. Κι’αυτά λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη νέα εισβολή των Τούρκων, αυτή τη φορά στην κυπριακή ΑΟΖ με ερευνητικό σκάφος και συνοδεία πολεμικών πλοίων!
Οσο προκλητική κι’αν είναι η στάση των ΗΠΑ στο θέμα, δεν θα πρέπη να προκαλή έκπληξη καθώς υπάρχει μακρά παράδοση και ευάριθμα προηγούμενα. Την καλύτερη δε, απάντηση τόσο στα αγανακτισμένα ερωτήματα του κ. Κρίστοφερ όσο και στα δικά μας, την έδωσε πριν καμμιά 65αριά χρόνια ο τότε προσωρινός Υπουργός Εξωτερικών Ντην Ατσεσον (αυτός που χρόνια αργότερα πρότεινε το ομώνυμο σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου προφασιζόμενος την ένωση με την Ελλάδα). Συγκεκριμένα, το 1947 οι Γερουσιαστές Βάντενμπεργκ και Κόνναλλυ ρώτησαν τον κ. Ατσεσον για ποιό λόγο η βοήθεια του Δόγματος Τρούμαν προς την Ελλάδα, έναν σταθερό και αποδεδειγμένο σύμμαχο, δινόταν με τόσους περιορισμούς και προϋποθέσεις ενώ για την Τουρκία, που είχε παραμείνει ουδέτερη στον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν προβλεπόταν κανενός είδους περιορισμός! Για να απαντήση ο Ατσεσον ότι η Τουρκία είναι περήφανη χώρα και θα θεωρούσε προσβλητικούς τέτοιους όρους ενώ η Ελλάς είναι φίλη μας και θα κάνη ό,τι της πούμε! (Τον σχετικό διάλογο μου υπέδειξε ο Καθηγητής Βαν Κουφουδάκης. Είναι καταχωρημένος στα αρχεία του Κογκρέσου και προσβάσιμος για όποιον θα ήθελε να τον επιβεβαιώση.) Τώρα, αν εκεί που ο Ατσεσον είπε Ελλάδα βάλετε Κύπρο, ισχύει το ίδιο πράγμα. Για να το κάνω λιανά, η Τουρκία εξακολουθεί να είναι «περήφανη» χώρα και να μη δέχεται «κατρουμά» ενώ η Κύπρος είναι φίλη μας και θα κάνη ό,τι γουστάρουμε!
Δυστυχώς αυτή η θεώρηση των ΗΠΑ όσον αφορά στα ελληνοτουρκικά δεν έχει αλλάξει και η Ελλάδα – δευτερευόντως και η Κύπρος, η οποία δικαιολογείται περισσότερο λόγω μεγεθών, ξένης κατοχής του εδάφους της κλπ. – έχει βοηθήσει τα μάλα καθότι με εξαίρεση το διάστημα 1974 – 1980, δεν είχε το είδος της ηγεσίας που θα μπορούσε να σταθή με αξιοπρέπεια στις απαιτήσεις μιας τέτοιας και τόσο πολύπλοκλης σχέσης. Και δεν μιλάω για παπανδρεϊκούς ψευτοτσαμπουκάδες και τριτοκοσμικές τσιριμόνιες της δεκαετίας του ’80 ούτε βέβαια και τις ευχαριστίες Σημίτη προς τον Πρόεδρο Κλίντον επειδή ο δεύτερος βοήθησε να καταστούν τα Ιμια και οι λοιπές βραχονησίδες αμφισβητούμενες ζώνες στο Αιγαίο. Μιλάω για το είδος της στάσης και της πολιτικής που θα καθιστούσε σαφές ότι εννοούμε αυτό που λέμε, σεβόμαστε τον εαυτό μας και είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπίσουμε πρώτα τα συμφέροντά μας και μετά τα δικά σας. Αυτού του είδους τη γλώσσα καταλαβαίνουν οι άλλες χώρες, ιδιαίτερα οι υπερδυνάμεις, και μόνο έτσι μπορούν να σε πάρουν σοβαρά.
Δυστυχώς, Ελλάδα αλλά και Κύπρος απέχουν μακρά από αυτό το είδος της γλώσσας και ηγεσίας, χώρια που είναι πολύ δύσκολο να σπάση μια τέτοια «παράδοση» αφού συνειδητά και ασυνείδητα ο καθένας συγκρίνεται με τους προκατόχους του. Οι νοοτροπίες, ιδιαίτερα οι συλλογικές, δύσκολα αλλάζουν και συνήθως αυτό γίνεται έπειτα από εθνικά τραυματικές εμπειρίες τις οποίες κάθε λογικός άνθρωπος απεύχεται. Το πρόβλημα είναι ότι η κατά κανόνα άτακτη υποχωρητικότητα, σε οποιοδήποτε μέτωπο, μόνο προσωρινά απομακρύνει το ενδεχόμενο σύγκρουσης την ίδια στιγμή που εμποδίζει τη χώρα να απλώση με αυτοπεποίθηση τα φτερά της και σε άλλους τομείς.
Ρεαλιστική ελπίδα αναστροφής αυτού του κλίματος αδιέξοδης ηττοπάθειας θα μπορούσε να είναι μόνο η δημιουργία ενός ή περισσοτέρων κέντρων χάραξης πολιτικής και στρατηγικής που ανεξαρτήτου κυβερνήσεως θα είχαν συντονιστικό ρόλο στη διακρίβωση της πραγματικής θέσης της χώρας στο διεθνές προσκήνιο, των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους ανήκει, των γεωπολιτικών δεδομένων και ισορροπιών όπως και των υποχρεώσεων που θα συνεπαγόταν η ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου (τίποτα δεν είναι τζάμπα). Κι’όλα αυτά όχι για να αποφασίζουν και να διατάζουν (αν και δεν θα ήταν άσχημη ιδέα), απλά μήπως και καταστή δυνατή η διαμόρφωση μιας λογικής ατζέντας προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική με στόχο την – κάποτε – χάραξη και – ω του θαύματος!- εφαρμογή μιας κανονικής στρατηγικής, βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης, όχι …εκπρόθεσμης όπως συνήθως!
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
ΥΓ: Το όνομα “Κάρολος Παπούλιας” είναι απολύτως εκφραστικό του συγχρόνου ελλαδικού οξυμώρου: το “Κάρολος” συμβολίζει το μόνιμο αλληθώρισμα προς τη βόρεια Ευρώπη, υπό μορφήν αδόκιμου, επιφανειακού μιμητισμού, ενώ το “Παπούλιας” προσγειώνει στην πραγματικότητα του επαρχιωτικού (parochial) κατσαπλιαδισμού που αποτελεί τη σιγουριά μαζί με το ξεβράκωμα του ελληναραδισμού …
2) Ελλάς η χώρα του επιλεκτικού παραλόγου! Διέρρηξαν όλοι τα (μάρκας) ιμάτιά τους αναφορικά με την περίπτωση να είχε εκλεγή πρόεδρος της Δημοκρατίας με τις ψήφους της Χρυσής Αυγής, αλλά δεν πολυνοιάζονται που με τα δικά της “παρών” δεν εξελέγη …