Του Δημήτρη Ρομποτή*
Ξύπνησα κάθιδρος «εν τω μέσω της νυχτός», αλαφιασμένος πέταξα τα σκεπάσματα ενώ το «ρολόι του κόσμου» χτυπούσε σημειωτόν! Αφουγκράστηκα την αρμονία του σύμπαντος αλλά ακουγόταν σαν κινεζικός καυγάς κι’αποφάσισα να επιστρέψω στον λήθαργο «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός» μα λίγο από όλα κι’ακατάσχετα, «one size fits all» και ο Προκρούστης απέθανε άνεργος! Ο χειμώνας σέρνει από τους γιακάδες το καλοκαίρι που ως πιτσιρικάς αρνείται πεισμωμένα να μπη εσωτερικός για την πολύμηνη μάθηση. Στη μέθη του Αυγούστου και το ξεφάντωμα του Τρυγητή θαρρούσε πως τά’μαθε όλα, χώρια που σιχαίνεται τις εκθέσεις για τα πρωτοβρόχια και το πώς πέρασε τους μήνες της ραστώνης. Τί νόημα έχει το πώς αφού έχει περάσει, αναρωτιέται, αντιστυλώνοντας πεισματικά στην άσφαλτο τα πόδια, κραυγάζοντας απελπισμένα «δεν πληρώνω»! Ακούει όμως ο γονέας που τον τραβάει από το αυτί και τον πειθαναγκάζει στην πεπατημένη για το καλό του, να γίνη άνθρωπος μορφωμένος και σωστός, ξεδοντιασμένος κι’ακίνδυνος σαν τον ίδιο; Περί κατ’οίκον μαθήσεως ούτε λόγος, είδαμε πώς κατάντησε η οικονομία και ποιός νοιάζεται για παραπανήσια νούμερα τη στιγμή που υφίσταται η δυνατότητα για ολοκληρωμένες προτάσεις, με ρήματα υποκείμενα κι’αντικείμενα;
Η ζωή αντιστέκεται στη στράτα με «σημαία της μια φούστα» και διεκδικεί την αυτοεκπόρνευση ως πρώτο βήμα χειραφετήσεως γιατί δεν αντέχει την «πάρτ τάιμ» εκμετάλλευση, είναι υποτιμητική κατά αρχάς, την προσβάλει εφόσον της αφήνει περιθώρια να σκέφτεται έστω κι’αυτά που δεν έχει! Αξιος ο μισθός της μα δεν καταβάλεται και τα ένσημα δεν συμπληρώνονται, το μέλλον αβέβαιο ως και το παρελθόν, όλα συγκλίνουν σε ένα παρόν δυσανάλογο, ακατάσχετο, γεμάτο νοήματα σε εκπτώσεις και «καράβια χιώτικα» που ξεχειλίζουν λαθρομετανάστες στο Ακρωτήριον της Καλής Ελπίδος. «Αλλάχου Ακμπαρ» και «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος» τα σουξέ που παίζει το μαγνητόφωνο της φθινοπωριάτικης ισημερίας, κάτω από έναστρους ουρανούς που αντανακλώνται σε αδιανά κρασοπότηρα. Η πάλη μεταξύ καλών και κακών έγινε πρώτα τανγκό κι’ύστερα εξέπεσε σε διαγωνισμό χορού με κριτές τους δημίους που καμώνονται τους δημιουργούς και διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε ξυραφάκια ξυρίσματος καθώς τα δρεπανηφόρα άρματα παροπλίστηκαν κι’αντικαταστάθηκαν με κουλοχέρηδες. Το χασμουρητό αργό, μακρόσυρτο, σαν κλέφτικο τραγούδι από ξαναγραμμένη κασσέτα που έχει αντέξει την πολύχρονη υγρασία κι’αρνούμενη να μπη στα αζήτητα των μουσείων εκπνέει ηρωικώς, ξεφυσώντας πατριωτισμό κι’αγωνιστικό φρόνημα.
Το σκατό της μέλισσας είναι μέλι και του μεταξοσκώληκα μετάξι, των ανθρώπων όμως σκατό παραμένει! Ταύτη η τάξις των πραγμάτων, παλαιά και νέα, και ποιός θα ήθελε να κάνη το σκατό του μέλι αφού μια χαρά τη βγάζει με παξιμάδι; Κρατάει τα μπόσικα η φύσις και κρυφογελάει σαν παλιοναυτικός με μια πίπα σαν σαξόφωνο, γεμάτη μπαχάρι, ασβέστη και μπαρούτι που ξεχειλίζει αρμονία, σεμνότητα ήθους και ακράτεια ούρων. Γλύτωσε το σκορβούτο μα τον πρόδωσε η στρόφιγγα που αφήνει τον καιρό να γλυστράη σαν λαμόγιο και να απλώνεται σε όλο το μήκος και το πλάτος του λαβύρινθου που χωρίς Μινώταυρο μοιάζει ευνουχισμένος και τα μαλλιά-κουβάρια περιττεύουν.
Ξύπνησα κάθιδρος κι’ανακάθισα στο κρεβάτι του έρωτα λάμποντας ελαιόλαδο και λευκόχρυσο ακατέργαστο, ασήκωτες μου φάνηκαν οι πλάτες μου τα πόδια μου δεν τα όριζα, τσαλαβουτούσα στο άπειρο μα δεν ήξερα αν είναι ζεστό ή κρύο, υγρό ή καμωμένο από αέρια επονείδιστων συνδιαλέξεων. Γύρω μου η νύχτα είχε διασπαστεί και έμοιαζε λευκή σαν χαρτί, αδηφάγος και ερωτομανής κραύγαζε για τον κοντυλοφόρο μου ζητώντας εδώ και τώρα γονιμοποίηση! Και εγώ, ερωτύλος και συνάμα κοιλιόδουλος, της έστρωσα τραπέζι κι’άναψα το τρικέρι της ανάστασης να τραγουδήσουμε το «χάππυ μπερθντέυ», να σβήση τη φλόγα και να φάμε το γλυκό κομμάτι κομμάτι μέχρι αηδίας!
«Το ρολόι του κόσμου» χτυπάει σημειωτόν και εγώ βαράω προσοχή στο προσκλητήριο με όπλο το πέος μου κι’ασπίδες τα μάτια μου που ακούν μα δε βλέπουν γιατί γνωρίζουν καλύτερα! Πάλι ξεκίνημα, νέοι αγώνες και παλιοί, τί σημασία έχει, η μάχη περιμένει να μας καταβροχθίση στη μανιασμένη μήτρα της και εμείς σφυρίζουμε ανέμελα ως καλοκαιρινοί εραστές με ένα χωνί ανάλατα στραγάλια στο χέρι και μερικά ψιλά στην τσέπη για το εισιτήριο …
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.