Essay

Τα ελληνικά γράμματα στις ΗΠΑ – Και «διηγώντας τα να κλαις»!

By January 30, 2014 February 16th, 2018 No Comments

Του Δημήτρη Ρομποτή*

Προ πενταετίας και βάλε, είχε έρθει στις ΗΠΑ ο καθηγητής, κ. Γ. Μπαμπινιώτης προσκεκλημένος του Ωνασείου Ιδρύματος Αμερικής προκειμένου να δώση σεμινάρια σε εκπαιδευτικούς ομογενειακών σχολείων και να τους βοηθήση στο τιτάνιο έργο διδασκαλίας των ελληνικών. Εκτός από τη Νέα Υόρκη, επισκέφτηκε το Πιτσβούργο, την Ατλάντα, τη Βοστώνη, τη Φιλαδέλφεια και το Σικάγο. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε άρθρο που δημοσίευσε στο Β(λ)ήμα με την ολοκλήρωση της επισκέψεως, «δίδαξα και μίλησα σε μερικές εκατοντάδες δασκάλων τής γλώσσας, επισκέφθηκα σχολεία και έζησα τα προβλήματα, συζήτησα εκτενώς μαζί τους και προβληματίστηκα κι ο ίδιος για την πορεία και το μέλλον τής ελληνικής γλώσσας στην Αμερική». Εκανε και τα ψώνεια του, συμπληρώνω εγώ, τσέπωσε την αδρή αμοιβή του Ωνασείου (τότε μοίραζε με απλοχεριά), έφυγε και δεν ξαναπάτησε μα ούτε και φαίνεται να ξαναπροβληματίστηκε «για την πορεία και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας στην Αμερική» (εκτός κι’αν ακούσατε ή είδατε εσείς κάτι και εγώ στην τούφλα μου δεν το πήρα είδηση, αλλά δεν νομίζω!) Και πολύ καλά έκανε, σιγά μην μπορούσε από την Ελλάδα να λύση τα εκπαιδευτικά μας προβλήματα εδώ. Ας όψωνται αυτοί που τον καλέσανε με τις ανάλογες προσδοκίες-ψευδαισθήσεις. Λες και δεν έχει εδώ ειδικούς και πιο ενημερωμένους. Τα «κονέξια» όμως είναι «κονέξια», οι δε κλίκες, κλίκες and membership comes with benefits!

Οταν διάβασα το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη, το οποίο βρήκα ενδιαφέρον η αλήθεια να λέγεται, και ορμώμενος από τους προβληματισμούς του έγραψα ένα δικό μου και το έστειλα στο Βήμα ώστε να αρχίση κάποιου είδους διάλογος. Φυσικά δεν το δημοσίευσαν και δεν είχαν καμμία υποχρέωση να το κάνουν, άρα το θέμα σταμάτησε εκεί. Ωστόσο, το κείμενο έτυχε κάποιας προβολής στον χώρο της ομογένειας και έγινε μια μικροσυζήτηση «για την τιμή των όπλων αν μη τί άλλο».

Με αφορμή τη Γιορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία τιμώνται τα ελληνικά γράμματα (αν και ΠΟΤΕ, σε ΚΑΜΜΙΑ εκπαιδευτική βαθμίδα δεν διδάσκεται ούτε ΜΙΑ λέξη από αυτά που έγραψαν «οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος»), θυμήθηκα το άρθρο που είχα γράψει και το θέτω στον προβληματισμό σας καθότι παραμένει, δυστυχώς, επίκαιρο. Τιμής ένεκεν και λόγω δημοσιογραφικής δεοντολογίας την οποία σέβομαι ως …Ελληνίδα σύζυγο, παραθέτω και το άρθρο του Δρος. Μπαμπινιώτη.

Πληροφοριακά και για να δήτε το άτοπον και προκλητικόν του όλου πράγματος, στα εκατοντάδες συνέδρια, σεμινάρια, συμπόσια, φαγοπότια, τσιμπούσια, συναντήσεις κοκ αναφορικά με την ελληνική παιδεία στις ΗΠΑ, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ δεν κάλεσαν …μαθητές, να ρωτήσουν τη γνώμη τους βρε αδερφέ, να ακούσουν τις ανάγκες τους, να δούν πώς αντιδρούν στις «εκπαιδευτικές» ιδέες παιδιά πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενιάς, από μικτούς γάμους, από χωρισμένους γονείς κλπ. Δεν είναι ότι δεν το σκέφτηκαν, απλά δεν τους ενδιαφέρει! Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να συνεχίζεται η «συζήτηση» με τα όποια «μπένεφιτς» …

Ελληνομάθεια στις ΗΠΑ: Αναζητώντας το δάσος αντί του δέντρου

Είναι ο κανόνας, «ειδικοί» εξ Ελλάδος να έρχονται στις ΗΠΑ, να «μελετούν» τα προβλήματα της «ομογένειας» και όταν με το καλό επιστρέψουν στο γραφείο τους, να εκδίδουν μια σειρά εκτός τόπου και χρόνου συνταγές ή οδηγίες. Δεν διαφέρουν πολύ από κάποιους Αμερικανούς αναλυτές, οι οποίοι κάνουν μια διήμερη επίσκεψη σε μια χώρα και μετά γράφουν στις εφημερίδες τους με άνεση παντογνώστη τί δέον γενέσθαι (ο Τόμας Φρίντμαν στην «Τάιμς» της Νέας Υόρκης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα).

Ωστόσο, το άρθρο του καθηγητή Γλωσσολογίας, κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής, θεωρώ ότι αποτελεί εξαίρεση και μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστική βάση συζήτησης, παρά το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις του αφορούν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ομογενών που έχουν κάποιου είδους πρόσβαση «στα λίγα ημερήσια και στα πολλά εβδομαδιαία («Σαββατιανά») προγράμματα της Εκκλησίας της Αμερικής. Κάποιοι άλλοι, πανεπιστημιακοί αυτοί, διδάσκουν ελληνική γλώσσα σε μερικά Πανεπιστήμια τής Αμερικής». Οι μαθητές ή φοιτητές που φτάνουν έως εκεί, είναι ζήτημα αν αποτελούν το 5% του συνολικού αριθμού νέων ελληνικής καταγωγής! Μ’άλλα λόγια, όσο κι’αν προκαλεί έκπληξη, όλες οι προσπάθειες που καταβάλουν οι εδώ φορείς – Αρχιεπισκοπή, ομογενειακές οργανώσεις, κοινότητες, πανεπιστήμια – συν το ελληνικό κράτος, μόλις και μετά βίας αγγίζουν τη μείζονα ομογένεια!

Το ερώτημα λοιπόν αναφορικά με την ελληνομάθεια, δεν πρέπει να είναι μόνο το πώς να βελτιωθούν οι διδακτικές συνθήκες στο 5% (και σ’αυτό το ποσοστό είμαι πολύ γενναιόδωρος) των παιδιών της ομογένειας, αλλά το πώς θα προσεγγίσουμε τη μεγάλη πλειοψηφία. Επιπλέον, πρέπει να καταλάβουμε εδώθε και εκείθε του Ατλαντικού ότι η λεγόμενη ελληνική ομογένεια των ΗΠΑ είναι ένα τελείως ανομοιογενές σώμα. Δηλαδή, έχουμε ανθρώπους που μετρούν ήδη πολλές γενιές στις ΗΠΑ. Εχουμε όμως και σχετικά νέους μετανάστες, της τελευταίας 30ετίας. Εχουμε παιδιά από γάμους ο ένας εκ των δύο γονέων δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Ενα μεγάλο μέρος των ομογενών τείνει να ταυτίζει την αίσθηση της ελληνικότητάς του κυρίως με την Εκκλησία ή με την ελληνική αρχαιότητα κι’όχι απαραιτήτως με το σύγχρονο ελληνικό κράτος (η ιδέα για το οποίο στις παλαιότερες γενιές, ειδικά αυτές που μετανάστευσαν πριν ή αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την οποία μετέφεραν στα παιδιά τους, κάθε άλλο παρά κολακευτική ήταν).

Λαμβάνοντας λοιπόν αυτή την πραγματικότητα υπόψη κι’όχι αυτό που μας αρέσει να βλέπουμε ως πραγματικότητα, πρέπει να εργαστούμε κατά περίπτωση και να παραιτηθούμε αμέσως από οποιαδήποτε αυταπάτη αναζήτησης οικουμενικών λύσεων (όπως τα δήθεν βελτιωμένα εκπαιδευτικά βιβλία). Χρειάζεται φαντασία και τόλμη σ’αυτή την προσπάθεια, διάθεση για τομές και ρήξεις. Επιπλέον, καλό θα ήταν να δουλέψουμε όπως οι γιατροί, δηλαδή πρώτα να διαπιστώσουμε το πρόβλημα στην ολότητά του και μετά να προτείνουμε θεραπευτικές αγωγές, εφόσον και κατά τον κ. Μπαμπινιώτη «η διατήρηση τής ελληνικής γλώσσας στην Ομογένεια είναι υψίστης εθνικής σημασίας θέμα με προεκτάσεις που δεν χρειάζονται ανάλυση».

Κατά την ταπεινή μου κρίση τέσσερις γενικοί άξονες δράσης θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθοι:

Α) Πριν από τη γλώσσα χρειάζεται να προωθήσουμε τον ελληνισμό συνολικά. Μόνον όταν οι ομογενείς – αλλά και οι υπόλοιποι Αμερικανοί – θα μάθουν περισσότερα για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον πολιτισμό της θα ενδιαφερθούν πραγματικά και για τη γλώσσα. Αντί λοιπόν να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε καλύτερα διδακτικά βιβλία για το 5% των ελληνοπαίδων που πάνε σε ελληνικά σχολεία, γιατί να μη χρημοτοδοτηθούν μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων και εν συνεχεία να διανεμηθούν σε σχολεία, πανεπιστήμια κοκ. Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στη σημερινή αμερικανική βιβλιογραφία κι’αυτό ισοδυναμεί με εθνική τραγωδία (χωρίς υπερβολή).

β) Να επιδοτηθούν μισθοί Ελλήνων καθηγητών, ειδικά εκπαιδευμένων, που θα σταλούν όμως σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία κι’όχι μόνο στα ήδη υπάρχοντα ελληνοαμερικανικά. (ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩς ΑΝΕΔΑΦΙΚΟ. ΟΤΑΝ ΕΓΡΑΨΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΟΜΩΣ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ.) Να γίνουν δωρεές σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα υπό μορφήν προικοδοτημάτων (endowments) με την προϋπόθεση ότι θα προσφέρονται μαθήματα ελληνικών στο διηνεκές (η Εδρα Καβάφη στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν αποτελεί πρότυπο προς μίμηση, άσχετα αν η πρωτοβουλία δεν ήταν του ελληνικού κράτους). Αν τα ποσά που είχαν διατεθεί προ δεκαετίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης για την εξ αρχής αποτυχημένη προσπάθεια συγγραφής «κατάλληλων» εγχειριδίων διδασκαλίας για μία ανομοιογενή κοινότητα είχαν επενδυθεί μ’αυτό τον τρόπο, το όφελος θα ήταν ήδη πολύ μεγαλύτερο.

γ) Ενα άλλο μεγάλο όπλο, αν όχι το αποτελεσματικότερο,  μπορεί να αποδειχθεί το Διαδίκτυο. Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών στις ΗΠΑ έχει πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και προσφέρεται έτσι η δυνατότητα επικοινωνίας με άτομα της ίδιας ηλικίας σε οποιοδήποτε μέρος των ΗΠΑ και του κόσμου, άρα της Ελλάδος και τησ Κύπρου. Υπάρχει σε εξέλιξη κάποιο πρόγραμμα διδασκαλίας ελληνικής γλώσσας που συνοδεύεται με στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας, όπως τραγούδι, χορός, μαγειρική κοκ. Εάν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες πολλαπλασιαστούν τότε θα έχει επιτευχθεί το μεγαλύτερο βήμα στις προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος.

δ) Οι τηλεοπτικοί σταθμοί που εκπέμπουν δορυφορικώς από την Ελλάδα – κυρίως η ΕΡΤ – πρέπει το ταχύτερο να αρχίσουν να μεταδίδουν ένα μεγάλο μέρος του προγράμματός τους στην αγγλική εξ ολοκλήρου κι’όχι απλά με υπότιτλους. Ας ξενικήσουν με δελτία ειδήσεων και ενημερωτικές εκπομπές γενικά, προσφέροντας μια εναλλακτικού είδους ειδησεογραφία που θα ενδιαφέρει και μη ελληνόφωνους ομογενείς. Το ίδιο μπορεί να κάνει με τις τέχνες, προβάλλοντας το έργο Ελληνοαμερικανών δημιουργών ιδιαίτερα στο ξεκίνημα που έχουν ανάγκη κάτι τέτοιο. (ΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΡΤ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΠΟΥ ΜΕΤΑΔΙΔΟΥΝ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΩΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ, ΚΙ’ΑΥΤΗ Η ΙΔΕΑ ΠΑΕΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΠΛΕΟΝ.)

ε) Το ελληνικό κράτος μπορεί να βοηθήσει και προωθώντας τη θετική του εικόνα στο εξωτερικό (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΗ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΞΕΦΤΙΛΙΣΤΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΗ). Χρειαζόμαστε κι’άλλες διεθνείς οργανώσεις όπως τους Ολυμπιακούς Αγώνες (ομογενής καθηγητής μου έλεγε σχετικά ότι στο εξάμηνο μετά την Ολυμπιάδα, έγινε το αδιαχώρητο στις τάξεις ελληνικών), επιτυχίες όπως η κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, ταινίες σαν το «Μαντολάτο του Λοχαγού Κορέλλι» κλπ.

Αναφέρει σε κάποιο άλλο σημείο του άρθρου του ο κ. Μπαμπινιώτης ότι «η χρησιμοθηρική, αφελής ερώτηση των παιδιών ‘γιατί να μάθω Ελληνικά’ είναι δυστυχώς τις περισσότερες φορές και απορία των γονέων τους». Πολύ σωστά! Ζούμε σε προτεσταντική χώρα και η κυρίαρχη νοοτροπία του ωφελιμισμού, της χρησιμοθηρίας, επηρρεάζει λίγο ως πολύ όλους! Αντί λοιπόν να απορρίψουμε αυτό το αφελές – για τα ελλαδικά δεδομένα – ερώτημα, καλό θα ήταν να το χρησιμοποιήσουμε ως βάση να πατήσουμε. Ας υπενθυμίζουμε σε γονείς και παιδιά ότι τα νέα ελληνικά είναι γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οτι μαθαίνοντας τη γλώσσα μπορούν ευκολότερα – έστω κι’αν αυτό δεν ισχύει – να διεκδικήσουν την ελληνική υπηκοότητα και να γίνουν Ευρωπαίοι πολίτες με δικαίωμα επαγγελματικής δραστηριοποίησης σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μία άλλη προσπάθεια μπορεί να αφορά αποκλειστικά σε σπουδαστές Ιατρικής, οι οποίοι για να αποφύγουν τα τεράστεια έξοδα κάνουν το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών τους σε άλλες χώρες – Μεξικό ή Γρενάδα για παράδειγμα. Γιατί όχι στην Αθήνα, οι ιατρικές σχολές της οποίας κατά πάσα πιθανότητα είναι ανώτερου επιπέδου από των προαναφερθέντων χωρών.

Αυτές είναι μερικές γενικές παρατηρήσεις με αφορμή το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη και τις υποβάλλω με πάσα σεμνότητα. Οντας γονέας που μεγαλώνει παιδί στις ΗΠΑ και η μητέρα του οποίου δεν είναι ούτε ελληνικής καταγωγής ούτε Ελληνορθόδοξη, θεωρώ ότι το πρόβλημα με αφορά άμεσα, δεν είναι απλά θεωρητικό. Να υπενθυμίσω δε ότι σύμφωνα με τις στατιστικές της Αρχιεπισκοπής οι λεγόμενοι «μικτοί γάμοι» στις ΗΠΑ αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια τη συντριπτική πλειοψηφία.

Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού ΝΕΟ (neomagazine.com) με έδρα τη Νέα Υόρκη.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Δρος. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ ΣΤΟ ΒΗΜΑ

Η ελληνική γλώσσα στην Αμερική

* Υποτιμούν συχνά οι γονείς τής Αμερικής τη σημασία τού να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ

Κάποιοι αυτοδίδακτοι ή και σπουδαγμένοι δάσκαλοι στις μεγάλες πόλεις ή και σε κοινότητες που βρίσκονται στις εσχατιές τής Αμερικής διδάσκουν την ελληνική γλώσσα στα λίγα ημερήσια και στα πολλά εβδομαδιαία («Σαββατιανά») προγράμματα τής Εκκλησίας τής Αμερικής. Κάποιοι άλλοι, πανεπιστημιακοί αυτοί, διδάσκουν ελληνική γλώσσα σε μερικά Πανεπιστήμια τής Αμερικής. Ηρωες και οι μεν και οι δε. Παίρνουν οι δάσκαλοι κουρασμένα από το καθημερινό αμερικανικό σχολικό πρόγραμμά τους παιδιά τής ελληνικής Ομογένειας, τα οποία στο σπίτι τους δεν ακούνε πια Ελληνικά, και προσπαθούν να τους διδάξουν την Ελληνική. Αυτό αγωνίζονται να κάνουν αμερικανογεννημένοι δάσκαλοι και δασκάλες, συχνά αυτοδίδακτοι, και μερικοί Ελληνες εκπαιδευτικοί αποσπασμένοι από την Ελλάδα. Σε άλλο επίπεδο και με άλλες συνθήκες – τις περισσότερες φορές αντίξοες – προσπαθούν να κάνουν το ίδιο και οι πανεπιστημιακοί, όπου σε Τμήματα Ελληνικών Σπουδών ή σε απλά προγράμματα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, συνήθως πια σε Αμερικανούς φοιτητές μη ελληνικής καταγωγής και σε λίγους ομογενείς.

Μια πρωτοβουλία τού Ωνασείου τής Αμερικής να συγκεντρώσει τους πανεπιστημιακούς τής Βόρειας και Νότιας Αμερικής και τού Καναδά να συζητήσουμε σε μια ημερίδα τα προβλήματα και το μέλλον τής διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας στα Πανεπιστήμια και μια παράλληλη φιλόδοξη πρωτοβουλία τού Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Δημητρίου, μιας επιφανούς πνευματικής προσωπικότητας τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, να βελτιώσουμε τη διδασκαλία τής γλώσσας στα σχολικά προγράμματα τής Εκκλησίας τής Αμερικής με έφεραν στη Νέα Υόρκη, ενώ μια σειρά σεμιναρίων στους δασκάλους τής γλώσσας με έφεραν εκτός τής Νέας Υόρκης στο Πίττσμπουργκ, στην Ατλάντα, στη Βοστώνη, στη Φιλαδέλφεια και στο Σικάγο. Δίδαξα και μίλησα σε μερικές εκατοντάδες δασκάλων τής γλώσσας, επισκέφθηκα σχολεία και έζησα τα προβλήματα, συζήτησα εκτενώς μαζί τους και προβληματίστηκα κι ο ίδιος για την πορεία και το μέλλον τής ελληνικής γλώσσας στην Αμερική. Θα αναφερθώ ακροθιγώς σε μερικά από αυτά τα ζητήματα.

Βασική προϋπόθεση για να επιβιώσει η ελληνική γλώσσα στην Αμερική και να συνεχισθεί η διδασκαλία της είναι να πεισθούν οι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους να μάθουν Ελληνικά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι γονείς είναι ότι η γνώση τής ελληνικής γλώσσας για τα παιδιά τους δεν είναι απλώς θέμα μιας στοιχειώδους γλωσσικής επικοινωνίας στα Ελληνικά, αλλά αίσθηση ταυτότητας (να συνειδητοποιήσουν την καταγωγή τους), θέμα γνώσης μιας καλλιεργημένης ευρωπαϊκής γλώσσας που η κατάκτησή της προάγει τη σκέψη τους, αποτελώντας ένα είδος «γυμναστικής τού μυαλού» τους και συγχρόνως – αν διδαχθεί σωστά – και μια σημαντική στήριξη για τα Αγγλικά τους. Υποτιμούν συχνά οι γονείς τής Αμερικής – από άγνοια φυσικά ή έλλειψη σωστής ενημέρωσης – τη σημασία τού να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά. Η χρησιμοθηρική αφελής ερώτηση των παιδιών «γιατί να μάθω Ελληνικά» είναι δυστυχώς τις περισσότερες φορές και απορία των γονέων τους. Κι από την άλλη μεριά, η ποιότητα τής διδασκαλίας τής γλώσσας, ως έχει, δεν είναι τέτοια που θα προσελκύσει τα παιδιά. Απαιτείται, λοιπόν, χωρίς άλλη καθυστέρηση μια ριζική ανανέωση και αναβάθμιση τής διδασκαλίας.

Αυτή είναι και η προσπάθεια τού Αρχιεπισκόπου Δημητρίου σε συνεργασία με τους επισκόπους τής Αμερικής. Αυτό προϋποθέτει εκσυγχρονισμό τής μεθόδου διδασκαλίας τής Ελληνικής ως ξένης γλώσσας, βιβλία κατάλληλα για την Ομογένεια τής Αμερικής, σωστά καταρτισμένους ή τουλάχιστον καλά ενημερωμένους και επιμορφωμένους δασκάλους. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε ήδη με σειρά σεμιναρίων επιμόρφωσης, τα οποία δίδαξα σε ολοήμερη βάση, θα συνεχισθεί σε συνδυασμό με τη σύνταξη κατάλληλων βιβλίων και με στόχο την προετοιμασία ικανών δασκάλων. Στο τελευταίο αυτό τα Ελληνικά Τμήματα των Πανεπιστημίων τής Αμερικής μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο.

Αλλά και η Ελλάδα πρέπει να βοηθήσει κατάλληλα, βελτιώνοντας αυτό που ήδη κάνει. Στέλνει – με οικονομική θυσία – αποσπασμένους δασκάλους. Η επιλογή αυτών των δασκάλων πρέπει να γίνεται με αυστηρά και καθαρώς εκπαιδευτικά κριτήρια, βάσει ειδικών προσόντων και, κυρίως, με ειδική και επαρκή (σε χρόνο και μέθοδο) προετοιμασία γι’ αυτό που θα κάνουν. Ξοδεύει που ξοδεύει πολλά η ελληνική Πολιτεία, ας το κάνει και σωστά κι ας αξιοποιηθούν συμπληρωματικά και ελληνικής καταγωγής δάσκαλοι που σπουδάζουν Ελληνικά στην Αμερική, πράγμα που θα τονώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές και τελικά θα κοστίσει λιγότερο.

Ωστόσο, σίγουρο κίνητρο για τα Ελληνόπουλα τής Ομογένειας να μάθουν Ελληνικά έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν οι οργανωμένες επισκέψεις στην Ελλάδα (μαθήματα – γνωριμία με Ελληνόπουλα – επισκέψεις πολιτιστικές – διασκέδαση), που ξεδιπλώνουν στα μάτια των παιδιών τη σύγχρονη ζωντανή ευρωπαϊκή Ελλάδα, αυτή που τα κάνει να νιώθουν περήφανα.

Η ελληνική Πολιτεία, οι πλούσιοι Ομογενείς τής Αμερικής αλλά και όσοι μπορούν (Πανεπιστήμια, φορείς, άτομα) πρέπει να αγκαλιάσουν και να βοηθήσουν αυτή την πρωτοβουλία τού Αρχιεπισκόπου Αμερικής. Η διατήρηση τής ελληνικής γλώσσας στην Ομογένεια είναι υψίστης εθνικής σημασίας θέμα με προεκτάσεις που δεν χρειάζονται ανάλυση. Δεν ξέρω πιο δυνατό, πιο βαθιά αισθητό και ευρύτερα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ελληνικότητας στην Ομογένεια από τη γνώση και τη χρήση τής ελληνικής γλώσσας.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Contact

NEOhellenika

Demetrios Rhompotis, Publishing Committee Chairman of NEO Magazine